- ακατάφρακτος
- -η, -ο και ακατάφραχτος1. εκείνος που δεν έχει περιφραχτεί, άφραχτος2. που δεν έχει οχυρωθεί εντελώς, ο ανοχύρωτος, ο άθωράκιστος.[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερητ. + κατάφρακτος < καταφράσσω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.